- εὔστεκτος
- εὔστεκτος, ον,A guarded, self-controlled, Call.Iamb.1.300.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύστεκτος — εὔστεκτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να στεγαστεί εύκολα 2. εκείνος που συγκρατείται εύκολα, που δείχνει αυτοσυγκράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέγω] … Dictionary of Greek